- θουρώ
- θουρῶ, -άω (Α) [θούρος](επικ. τ.) εφορμώ, επιπηδώ, βατεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θούρῳ — θού̱ρῳ , θοῦρος rushing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… … Dictionary of Greek